- κεφαλοπονώ
- και -άω (Μ κεφαλοπονώ)[κεφαλόπονος]1. έχω κεφαλαλγία, υποφέρω από πονοκέφαλο2. μτφ. νοιάζομαι πολύ, ανησυχώ, σκοτίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλοπονώ — και κεφαλοπονάω έχω πονοκέφαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)